- κεμάδειον
- κεμάδειον (sc. κρέας), τό,A venison, Edict.Diocl.4.45 (prob.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεμάδειον — κεμάδειον, τὸ (Α) το κρέας που προέρχεται από κυνήγι, κρέας αγριμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς, άδος + επίθ. ειον (πρβλ. σκιάδ ειον, στιβάδ ειον)] … Dictionary of Greek
κεμάς — κεμάς, άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α) μικρό, νεαρό ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kem «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. *κέμος, με θ. σε ο, αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. śama «χωρίς κέρατα» … Dictionary of Greek